Κυριακή 10 Ιουνίου 2007

Μια κοινωνία χίλιες κραυγές - Επεισόδιο 2ο

Μια κοινωνία χίλιες κραυγές είναι ο αποτυχημένος τίτλος ενός αποτυχημένου βιβλίου που το απέρριψαν όσοι εκδότες το διάβασαν. Το αφήνω λοιπόν και εγώ στην αιωνιότητα ανεβάζοντάς το στo internet.
Σας προειδοποιώ: Οποιασδήποτε μορφής χρήση αυτού του κειμένου χωρίς την έγκρισή μου Ε Π Ι Τ Ρ Ε Π Ε Τ Α Ι...
(Μας έχουν πρήξει με τα πνευματικά δικαιώματα. Μωρέ μακάρι να το διαβάσετε και να σας σκάσει κανένα χαμόγελο)
Στην πλατεία, που με τις πρώτες καλημέρες του Ιούνη γεμίζει με
τραπεζάκια και καρέκλες από τα καφέ της πόλης, γινόταν πανηγύρι. Εδώ και χρόνια η διασκέδαση άρχιζε και τελείωνε στη πλατεία της μικρής επαρχιακής πόλης. Δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη σημασία αν ήταν βράδυ ή πρωί, εργάσιμη ή αργία. Ο φοιτητόκοσμος επηρεασμένος προφανώς από το γιορτινό αέρα που ξεχάστηκε στην πρωτεύουσα της Θράκης έβγαινε στο κεντρικό σημείο της πόλης και φαινόταν να του αρκούσε μόνο και μόνο η συνάντηση και η συνεύρεση.
Τα μαγαζιά κλειστά αλλά τα τραπέζια τους γεμάτα. Από το βάθος ακούστηκε ο Μάκης που προσπαθούσε να τους κατευθύνει. Παρά το πηχτό σκοτάδι, οι πρώτες αναγνωριστικές σιλουέτες προμήνυαν ενδιαφέρουσα συνέχεια. Πολλοί και διάφοροι, ωραίες και αδιάφορες. Αγόρια και κορίτσια που είχαν την τύχη να είναι φοιτητές στη Θράκη. Πολύς κόσμος. Κορίτσια απεριποίητα που βγαίνοντας από το σπίτι, τους ένοιαξε να πάρουν μαζί τους μόνο τη διάθεση και πολλά δάκρυα. Κορίτσια που βγαίνοντας ορκίστηκαν να μην κλάψουν μπροστά στους άλλους, για να φανούν πιο σκληρά από τα αγόρια. Αγόρια που είδαν να τελειώνει η επαναστατική τους περίοδος πιο γρήγορα απ' ό,τι περίμεναν. Αγόρια που βγαίνοντας ορκίστηκαν να μην κλάψουν μπροστά στους άλλους για να φανούν σκληροί μπροστά στα κορίτσια.
Και τι δεν άκουγες στη πλατεία! Απλά έπρεπε να κάτσεις ν' ακούσεις και να παρατηρήσεις προσεκτικά τα πρόσωπα. Θ' άκουγες και θα μάθαινες χίλια πράγματα. Ιστορίες και αφηγήσεις έδιναν και έπαιρναν και έκαναν το κλίμα όσο πιο άνετο και απλό γινόταν. Aκουγες για πολλοστή φορά τα ίδια πράγματα. Γελούσες όμως και πάλι, σαν να το επιθυμούσες και να το επιδίωκες αυτό.
Λίγες ώρες μετά, σχεδόν κόντευε να ξημερώσει, σ' ολόκληρη την πλατεία είχαν ξεμείνει τρία άτομα που και αυτά ετοιμάζονταν να φύγουν. Ο Στέφανος, ο Ορέστης και η Κύπρια Λένα, που νοίκιαζε το δυάρι κάτω από τον Στέφανο στην ίδια πολυκατοικία, είχαν επωμιστεί το βάρος να τελειώσουν τα ποτά και αφού τα είχαν καταφέρει, γυρνούσαν στο σπίτι. Πρώτος είχε αφήσει την παρέα ο Γιώργος, που σχετικά νωρίς παραδέχτηκε ότι είναι κομμάτια (είχε
αρχίσει να πίνει ουϊσκι από το απόγευμα) και αποδέχτηκε την πρόταση της Σόνιας να κοιμηθεί στο σπίτι της και για να κρυφτεί από το σπιτονοικοκύρη του και για να της κρατήσει συντροφιά, τώρα που έφυγε η συγκάτοικός της. Ο Θανάσης, προσπαθώντας να τον σηκώσει από την καρέκλα του, έβαλε πολύ διακριτικά το ένα κουτάκι προφυλακτικά στην τσέπη του. Το δεύτερο το κράτησε ο ίδιος να το μοιραστεί με τον Μάκη, ο οποίος, αφού είπε του κόσμου τα αστεία σε δύο κοπέλες, που είχε να τις δει δύο χρόνια, δάκρυσε μπροστά τους και τις έβαζε συνέχεια να πίνουν και να εξομολογούνται πράγματα, κανόνισε να συνεχίσουν το ιδιωτικό τους πάρτυ στο σπίτι του. Ο Θανάσης, που καθόταν εκεί κοντά και γελούσε με τα ανέκδοτα του Μάκη, ήταν μάλλον ο τυχερός της βραδιάς.
Στην παρέα καθόταν και άλλος κόσμος, αγόρια που ξέρεις μόνο το μικρό
τους όνομα και αυτό αρκεί για να τους χαιρετάς χρόνια, κορίτσια που δεν
ξέρεις ούτε το μικρό τους όνομα και τις αποκαλείς «συναδέλφους» για να βγεις από τη δύσκολη θέση, παιδιά που συμπαθείς και νιώθεις ότι μπορείς να τα εμπιστευτείς αλλά ποτέ δεν γίνατε φίλοι γιατί απλά δεν έτυχε, παιδιά που
αντιπαθείς ... αλλά το τελευταίο βράδυ όλα συγχωρούνται. Τέτοιοι και άλλοι,
τόσοι και άλλοι τόσοι πέρασαν εκείνο το βράδυ από τη μεγάλη ανοικτή παρέα.
Τα γέλια όλων ακούγονταν δυνατά, όσο δυνατά μπορεί να ακουστεί ένα
σπαρακτικό κλάμα. Τα βλέμματα όλων αγνά και καθαρά, ακριβώς όπως και το
πρώτο τους βράδυ στην Κομοτηνή. Τέσσερα χρόνια στην Κομοτηνή και δεν άλλαξε τίποτα. Τέσσερα χρόνια χωρίς να θέλουμε ν' αλλάξει τίποτα.

«τίποτα δεν έχει αλλάξει
και τίποτα δεν είναι όπως παλιά...»

Οι τρεις μεθυσμένοι μπαίνοντας στην πολυκατοικία σιγοτραγουδούσαν το αγαπημένο τραγούδι της φίλης, η οποία τους προσκάλεσε να δουν το ξημέρωμα από το μπαλκόνι της. Έξω από την εξώπορτα του σπιτιού της είχε κρεμασμένο ένα στυλό και δίπλα ένα κομμάτι χαρτί για αφιερώσεις ή μηνύματα. Από κάτω με καλλιτεχνικά γράμματα το όνομά της. Λένα Αντρέου

Λένα Αντρέου
Μοναχοκόρη πλούσιας οικογένειας. Ο πατέρας της
είναι μέτοχος σε μεγάλο ξενοδοχείο της Λεμεσού.
Από τις λίγες φοιτήτριες με αυτοκίνητο στην Κομοτηνή.
Λατρεύει τους Κατσιμίχα. Λατρεύει και τον Θανάση.
Παλιά είχε γίνει κάτι αλλά χωρίς συνέχεια.
Καλή μαγείρισσα, καλή φίλη (άρα όχι ιδιαίτερα όμορφη).


Η Λένα έβαλε μουσική στο πικ-απ και άνοιξε μια τελευταία μπύρα που
περίμενε στο ψυγείο της.
-«Υποσχεθείτε μου ότι δεν θα μιλήσουμε άλλο για τα τέσσερα χρόνια που πέρασαν. Φτάνει τόσο. Κουράστηκα, συγκινήθηκα, αρκεί». Ήταν η τέταρτη φορά, που το έλεγε αυτό τα τελευταία δέκα λεπτά με τα ίδια ακριβώς λόγια. Ούτε κουράστηκε, ούτε συγκινήθηκε. Ήταν απλώς μεθυσμένη.
-«Εγώ συμφωνώ» πετάχτηκε ο Στέφανος. «Φεύγω σε 2,5 ώρες και θέλω να τις περάσω ευχάριστα, να τις βρέξω με μπύρα, να τις κάψω με τσιγάρο. Αρχίζω τη ζωή μου και πρέπει να είμαι χαρούμενος για αυτό. Οι δειλοί δεν κέρδισαν ποτέ. Θέλω να πάω εμπρός. Αφήστε με να πάω εμπρός. Αφήστε να μπει το φως».
Κοιτάχτηκε με τον Ορέστη σαν κάτι να θυμήθηκαν και άρχισαν οι δυο τους να τραγουδούν σ' έναν απαλό και μελωδικό σκοπό.

«Το φως από τις χαραμάδες
τυφλώνει τους αγάδες.
Δεν μπορούν να κοιμηθούν
και σιγοτραγουδούν

αμανέδες και στιχάκια
για να πνίξουν τα φαρμάκια.
Μένει η καρδιά
χαμένη στον οντά.

Πώς θα πάω εμπρός
αφού δεν χωρά το φως.

Τα δύο παιδιά τραγουδούσαν παθιασμένα, προσπαθώντας να μυρίσουν τον καπνό του τσιγάρου και να ζαλιστούν από το άρωμα του λουλουδιού. Προσπερνώντας την αδούλευτη φωνή τους, στηρίχτηκαν στην ερμηνεία της ψυχής τους, ξέροντας ότι δεν πρόκειται να προδοθούν. Αυτό φάνηκε στα κλειστά τους μάτια, στο κορμί τους, που τεντώθηκε για να ακολουθήσει το λαιμό- έρμαιο της μελωδίας. Η Λένα δεν μπορούσε παρά να τους xειροκροτήσει για την μίνι παράσταση.
-«Και τώρα λέγετε ποιος το έγραψε αυτό από τους δυο σας».
-«Και οι δυο μαζί. Σ' άρεσε;»
-«Φαντάζομαι ότι δεν ήταν μόνο αυτό, ε; Πάντως ωραίο φαίνεται και σίγουρα θ' αρέσει και σε σας πολύ».
-«Μην νομίζεις» συνέχισε ο Ορέστης «απλά, μας πορώνει επειδή είναι το πρώτο αλλά όχι και το καλύτερο, κατά τη γνώμη μου πάντα».
-«Εγώ νομίζω ότι δεν υπάρχει καλύτερο και χειρότερο στα τραγούδια. Μόνο «μου αρέσει» και δεν «μου αρέσει». Άλλες κατηγορίες βάζω εγώ. Θέλω να πω κάτι ή δεν θέλω να πω τίποτα. Κάθομαι να βρω και να ταιριάξω ωραίες λέξεις στη σειρά και περιμένω μέρες μέχρι να πετύχει η μουσική ή απλά μια στιγμή θέλω να πω αυτό που νιώθω και το λέω τόσο απλά και ωραία σ' ένα σκοπό που έρχεται στο στόμα μου τόσο αρμονικά όσο και οι χτύποι της καρδιάς μου... Αλλά δεν είναι το ένα καλό και το άλλο κακό. Για παράδειγμα αυτό που ονομάζεται «οι υπόγειοι» καθίσαμε ένα απόγευμα και το γράψαμε επειδή είπαμε « Θέλουμε απόψε να γράψουμε ένα τραγούδι. Θυμάσαι;»
-«Βέβαια θυμάμαι. Ήμασταν μεθυσμένοι και ξενυχτισμένοι σαν τώρα αλλά δεν
έχει σημασία».
«Δηλαδή Στέφανε έχεις και άλλα τραγούδια δικά σας στο διαμέρισμά σας;»
ρώτησε με αγωνία η Λένα.
-«Βέβαια, έχω τραγούδια και λίγο ούζο».
-«Χαρίστε μου λοιπόν άλλο ένα ...και το ούζο»!-«Εγώ παιδιά θα περιμένω εδώ και εσάς και τα τραγούδια και το ούζο» είπε όσο πιο κουρασμένα μπορούσε ο Ορέστης ξαπλώνοντας σ' ένα μεγάλο τετράγωνο μαξιλάρι που έβαλε κάτω από το κεφάλι του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: