Παρασκευή 15 Ιουνίου 2007

Μια κοινωνία χίλιες κραυγές - Επεισόδιο 4ο

ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΧΙΛΙΕΣ ΚΡΑΥΓΕΣ είναι ο αποτυχημένος τίτλος ενός αποτυχημένου βιβλίου που το απέρριψαν όσοι εκδότες το διάβασαν. Το αφήνω λοιπόν και εγώ στην αιωνιότητα ανεβάζοντάς το στο internet.
Σας προειδοποιώ: Οποιασδήποτε μορφής χρήση αυτού του κειμένου χωρίς την έγκρισή μου Ε Π Ι Τ Ρ Ε Π Ε ΤΑ Ι…

(Μας έχουν πρήξει με τα πνευματικά δικαιώματα. Μωρέ μακάρι να το διαβάσετε και να σας σκάσει κανένα χαμόγελο).

(συνέχεια από post 13/6/2007)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο

1 Ιουλίου 2005

Δέσε το χάραμα μικρή
κλωστίτσα για εμένα
και στην ανέμη άστηνε
να μην ξεχνάς την πένα

Οι δυο τους ήταν εκεί και τραγουδούσαν δυνατά, προσπαθώντας να
καλύψουν τον τραγουδιστή και να στείλουν τη φωνή τους μακριά, πέρα από
σοκάκια και πόλεις, πέρα από μήνες και χρόνια. Το τραγούδι ήλθε να τους
θυμίσει αυτά που ποτέ δεν ξέχασαν, να φέρει πίσω αυτά, που ποτέ δεν πέρασαν...
-«Πίνω στα καλύτερα χρόνια της ζωής μας. Συμφωνείς Ορέστη;»

Ορέστης Αργυρίου
Τελείωσε τη σχολή μετά το στρατιωτικό.
Παρακολουθεί κατά καιρούς μαθήματα σε
θεατρικά εργαστήρια. Για τρία χρόνια τραγουδούσε
σε μια ροκ μπάντα κάνοντας ένα από τα όνειρά του
πραγματικότητα. Έπαψε να πιστεύει σε ιδεολογίες.
Εργάζεται σε μια μεγάλη πολυεθνική στην Αθήνα.
Αρραβωνιασμένος εδώ και 4 χρόνια με τη Τζένη.
Η σχέση τους έβγαλε σε αδιέξοδο. Εξακολουθεί
να του αρέσει η ζαλάδα του αλκοόλ. Δεν θέλει
να γίνεται κουραστικός. Συνειδητοποιεί ότι δεν
θα παντρευτεί.


-«Πίνω στα ομορφότερα λουλούδια, αυτά που άντεξαν μια εικοσαετία και θα
αντέξουν και άλλη μία ... και να σου πω κάτι Στέφανε; Δεν θα μαραθούν ποτέ».


Στέφανος Αλεξόπουλος
Τελείωσε τη σχολή πρώτος από την παρέα.
Στο στρατό ήταν δόκιμος. Έχει παθολογική αδυναμία
στη μητέρα του. Παντρεύτηκε πλούσια Σερραία και
έγινε διευθύνων σύμβουλος στις επιχειρήσεις του
πατέρα της. Τον ενδιαφέρει η πολιτική. Παλιά
ονειρευόταν να φτιάξει έναν νέο κόσμο. Τώρα εύχεται
να μην χειροτερέψει και άλλο ο παρών. Πηγαίνει
στον κινηματογράφο. Πονηρός, ικανός για τα πάντα.
Έχει ένα γιο 7 χρονών και μία κόρη 4. Υπεραγαπά
την οικογένειά του. Του αρέσει ν' ακούει ιστορίες.
Γελάει πολύ γιατί θέλει να ζήσει πολύ.


Το συμπαθητικό κουτουκάκι του κυρ Ηλία φαινόταν να είναι το ιδανικό
μέρος για τους δύο άντρες. Ρεμπέτικοι ήχοι, καθαρά βλέμματα και ζαλισμένα
χαμόγελα, που κάνουν τη καρδιά σου να μοιάζει με το σκουριασμένο λυχνάρι που διακοσμεί τον απέναντι τοίχο ...την ακουμπάς και ζητάς ζωή .. και η επιθυμία σου γίνεται πραγματικότητα.
-«Κοίτα λίγο γύρω σου Στέφανε. Όλοι χαμογελούν και διασκεδάζουν. Τι έγινε;
Τα προβλήματα και το άγχος ξέχασαν να έλθουν στη Μακεδονία;»
-«Δεν μπήκαν όλοι με κέφι εδώ μέσα αλλά για αυτό ήλθαν, για να το βρουν εδώ. Αν βάλεις το κόκκινο κρασί και το άσπρο μουστάκι του κυρ Ηλία, τι μας
κάνουν; Το ανάλαφρο χρώμα της ξεγνοιασιάς. Και αυτό το βρίσκεις όλο και πιο σπάνια σήμερα. Αχ, από τότε που γνώρισα τον κυρ Ηλία και μ' έφερε για πρώτη φορά στο μαγαζάκι του βρήκα την υγειά μου σ' αυτήν την πόλη.
-«Εννέα χρόνια στις Σέρρες, δεν την αγάπησες ακόμα;»
-«Την πόλη όχι, τους ανθρώπους της, ναι. Μπεσαλήδες άνθρωποι, που με κάνουν πολλές φορές να σκέφτομαι ότι αξίζει να γεράσω εδώ. Μετά βγαίνω έξω και δεν σταματώ να μετρώ ορόφους και τόνους από μπετόν και τσιμέντο. Όσο και να θες, δεν μπορείς να τη χωνέψεις τέτοια τσιμεντούπολη. Θα σου κάτσει βαριά όσο αναίσθητος και αν είσαι. Τα πουλιά δυσκολεύονται να πετάξουν και βρίσκουν καταφύγιο στα μπαλκόνια του κάθε 5ου ορόφου, το καταλαβαίνεις; Έχουν ξεχάσει ακόμα και αυτά πώς είναι να πετάς κοντά στον ήλιο».
-«Αλήθεια, ο Μάκης ο Σερραίος τί κάνει; Τον βλέπεις καθόλου; Αν θυμάμαι καλά
κάνει μια τηλεοπτική εκπομπή, έτσι δεν είναι;»
-«Έτσι ήταν» απάντησε με έμφαση ο Στέφανος και συνεχίζει... «Σου μιλάω για 5-6 χρόνια πριν. Ο Μάκης είναι το νούμερο ένα στη σερραϊκή τηλεόραση, αμοίβεται καλά για τα δεδομένα της επαρχίας και είναι αρραβωνιασμένος με την Άσπα, μια κοπέλα με την οποία ήταν ερωτευμένος από τα 20 χρόνια του, χωρίς αυτή να του δώσει ποτέ σημασία και η οποία εντελώς συμπτωματικά τον ερωτεύτηκε μόλις τον είδε στο γυαλί. Μάλιστα επειδή κάναμε και παρέα τότε με τον Μάκη, ξέρω ότι είχε και κάποιες προτάσεις από την Αθήνα αλλά δεν έβαζε τίποτα πάνω από τον έρωτά του και τον επικείμενο γάμο του με την κοπέλα που αγαπούσε. Ένα πρωί λοιπόν, λίγες μέρες πριν το γάμο, ο Μάκης είναι στο κανάλι και τηλεφωνεί σ' ένα φίλο του να πάει να τον πάρει, γιατί βρέχει και ο Μάκης είναι με το μηχανάκι, για να πάνε μαζί να κλείσουν το γαμήλιο ταξίδι. Εκείνος του απαντάει ότι έχει μια δουλίτσα και σε μισή ώρα ο Μάκης αποφασίζει να πάει ν' αφήσει το μηχανάκι και να πάρει το αυτοκίνητο γιατί θα του χρειαζόταν αργότερα. Όταν φτάνει όμως εκεί, βλέπει ότι αυτό είναι αδύνατο επειδή ένα μπλε OPEL τον έχει κλείσει... Μάλιστα αυτό το OPEL ήταν του φίλου του, που περίμενε εδώ και μισή ώρα. Σκέφτεται, πονηρεύεται, αγριεύει. Νευριασμένος αλλά και ύπουλος ανεβαίνει από τις σκάλες για να μην ακουστεί το ασανσέρ. Φτάνει σιγά σιγά έξω από την πόρτα του σπιτιού του και ...ανοίγει απότομα την πόρτα και τρέχει γρήγορα στην κρεβατοκάμαρα όπου βρίσκει την Άσπα γυμνή και ξαπλωμένη. Η ηλίθια έκφρασή της τον τσαντίζει ακόμα περισσότερο. Ανοίγει την ντουλάπα, ψάχνει κάτω από το κρεβάτι ...τίποτα. Η Άσπα αναστατωμένη τρέχει απόπίσω του γυμνή και του φωνάζει να ηρεμήσει ενώ συγχρόνως τον ρωτάει συνέχεια αν τρελάθηκε. Ο Μάκης ασταμάτητος ανοίγει πόρτες, μπαίνει σ' όλα τα δωμάτια, ψάχνει το καθιστικό, την κουζίνα, την αποθήκη, το δωμάτιο που προοριζόταν να
γίνει το παιδικό ... μα δεν βρίσκει τίποτα ώσπου σκέφτεται ότι δεν έχει ψάξει
ακόμη μόνο ένα χώρο. Τρέχει στο μπάνιο, ανοίγει την πόρτα με βία και όμως
τίποτα. Σκεφτικός αρχίζει να βγαίνει αργοκλείνοντας την πόρτα. Όταν
ξανανοίγει κάνει τρία βήματα μέσα και τραβάει το κουρτινάκι της μπανιέρας...
-«Φαντάζομαι ότι κάνεις ένα μπάνιο και έρχεσαι στο κανάλι» του είπε και τον
έφτυσε. Φεύγοντας έριξε μια γροθιά και την Άσπα. Από τότε πήγε στην Αθήνα
και δουλεύει σε μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό ...δεν ξέρω ακριβώς».
-«Και το ίδιο ερώτημα παραμένει αναπάντητο εδώ και χρόνια» πήρε το λόγο ο
Ορέστης προσπαθώντας να βγάλει ένα συμπέρασμα ... «γιατί να είμαστε λοιπόν αισθηματίες, αφού στον κόσμο λίγες είναι οι κύριες;» ..και ο κυρ Ηλίας εξυπηρετούσε τους πελάτες χωρίς άγχος και βιασύνες, οι φίλοι γελούσαν και θυμόντουσαν παλιές ιστορίες, το μπουζούκι έκλαιγε...

Δεν υπάρχουν σχόλια: